Friday, March 12, 2010

Μαυρομιχάλη & Βουλγαροκτόνου γωνία...

Μαυρομιχάλη & Βουλγαροκτόνου γωνία. Αρχές 1900…Ένα μικρό μανάβικο, στο βάθος καρβουνιάρικο και κάπου ανάμεσα ένα μικρό μπακάλικο που σερβίρει και κανένα κρασάκι που και που…

Τα χρόνια περνούν και γύρω στο ’27- θυμούνται οι παλιότεροι- ο κυρ Ανδρέας φτιάχνει ένα μικρό ταβερνάκι και του δίνει το όνομα «Η ΑΝΔΡΟΣ», Ανδριώτης καθώς ήταν. Κρασάκι & κουβεντούλα για τους γείτονες της Νεάπολης…

Κάπου στο ’37, το μαγαζί το παίρνει ο Ζαρλάς και του δίνει το όνομα «Η ΛΕΥΚΑ», χάρις σένα δέντρο που βρισκόταν έξω από την πόρτα. Ταβέρνα η ΛΕΥΚΑ λοιπόν, ένα όνομα που έμεινε μέχρι & σήμερα…Η αυλή με την κληματαριά, τα βαρέλια με το κρασί και οι παρέες με τα γέλια και τις φωνές… Φοιτητές, καλλιτέχνες και κάθε λογής άνθρωποι σε καιρούς άλλοτε χαρούμενους και άλλοτε δύσκολους…

Από τη δεκαετία του ’70 κι έπειτα την ταβέρνα παίρνει ο κυρ Βασίλης… Η κληματαριά και τα βαρέλια παραμένουν…Οι παρέες δεν φεύγουν ποτέ… Ίσως εναλλάσσονται καθώς περνούν τα χρόνια…

Και είναι τόσο περίεργο μαζί και ωραίο…Οι παππούδες μας εδώ, οι γονείς μας και οι φίλοι τους εδώ σαν παιδιά , φοιτητές…Κι εμείς οι νέοι να’ μαστε πάλι εδώ . Κάτω από την ίδια κληματαριά, δίπλα από τα ίδια βαρέλια, ανάμεσα στους ίδιους τοίχους… Εδώ και οι παρέες, οι φίλοι, με τα γέλια, τους έρωτες, τη θλίψη, τη χαρά…

Κλείνω τα μάτια και φαντάζομαι την ταβέρνα στο πέρασμα του χρόνου…

Τα ανοίγω και διαπιστώνω πως η ομορφιά, η ζεστασιά, η απλότητα και τα σημάδια μιας εποχής που πέρασε είναι ακόμη εδώ…

Για να φιλοξενήσουν παρέες & παρέες, γενιές & γενιές….




Πρίν από κάποια χρόνια έγραψα το παραπάνω κείμενο προσπαθώντας σε λίγες γραμμές να συμπυκνώσω την ιστορία αυτής της μικρής ταβέρνας στο κέντρο της Αθήνας που για μένα είναι ένα κομμάτι της οικογένειας μου...Και όπως διαπίστωσα στην πορεία έχει αποτελέσει κομμάτι στις ζωές και άλλων...Και μαζί με αυτή την ταβέρνα το πρόσωπο ενός πολύ σημαντικού ανθρώπου στη ζωή μου...Του παππού μου...

Και ξέρεις....Είναι πολύ περίεργο να βλέπεις έναν δικό σου άνθρωπο, που σημαίνει τόσα πολλά για σένα, που έχει μεγάλο μερίδιο στο χαρακτήρα που διαμόρφωσες και σε αυτό που έγινες τελικά, να υπάρχει στις αναμνήσεις τόσων ανθρώπων...Ανθρώπων που ποτέ σου δεν ήξερες, που γνωρίζεις τυχαία στη καθημερινότητά σου...
Αυτός ο τόσο δικός σου άνθρωπος, που για σένα είναι κάτι το καθημερινό, που υπάρχει στις περισσότερες αναμνήσεις και εικόνες σου ως παιδί και που είναι ένα κομμάτι της ίδιας σου της ύπαρξης να έχει αφήσει το στίγμα του στις ζωές άλλων ανθρώπων...Να είναι η ανάμνηση της νιότης τους, ένα σημείο αναφοράς του παρελθόντος τους...
Αυτό είναι για μένα ο παππούς μου...Ο κυρ-Βασίλης αυτής της μικρής αλλά ανθεκτικής στο χρόνο ταβέρνας στη Μαυρομιχάλη....
Αυτός ο δικός μου άνθρωπος φαίνεται ότι τελικά ανήκει και σε άλλους...Αποτελεί μέρος και των δικών τους αναμνήσεων...Και πραγματικά το λιγότερο που μπορώ να πώ είναι πως είμαι πολύ περήφανη γι'αυτό....





Εξάρχεια: Η γετονιά σύμβολο - Η συνοικία το όνειρο


Από το Epirusgate.blogspot.com

Γράφει ο Μήτσος Μητσάρας

Φίλε Κιτσάρα, ίσως και να έχεις δίκιο. Πρέπει να κόψω το ζάπινγκ στην ΤιΒι. Γιατί ναι μεν τις περισσότερες φορές, με κάνει να γελάω με τις καρικατούρες πολιτικούς & δημοσιογράφους, που παρελάζουν στα γυάλινα (τοπικά- κεντρικά)Μ.Μ.Ε.(μέσα μαζικής εξαπάτησης) αλλά μία στο τόσο, με κάνουν και να μελαγχολώ, να αναπολώ, ακόμα και να ακροβατώ επικίνδυνα. Αυτό έπαθα και τις τελευταίες μέρες, όταν έπεσα πάνω στην εκπομπή "Η μηχανή του Χρόνου" της ΝΕΤ, με αφιέρωμα στα Εξάρχεια.Χάθηκα στο χωροχρόνο των Εξαρχείων, ζαλίστηκα με τις γλυκόπικρες μυρωδιές-αναμνήσεις της Καλλιδρομίου, άρχισα να συνομιλώ και να παραμιλάω, με τους τοίχους της Βαλτετσίου και της Αραχώβης, γιατί πράγματι όπως πολύ εύστοχα είπε κάποιος στην εκπομπή "Τα Εξάρχεια μιλούσαν με τους τοίχους" και το χειρότερο είναι ότι τα τελευταία μερόνυχτα, η φιγούρα του Νικόλα του Άσιμου, στοιχειώνει την καθησυχασμένη μου καθημερινότητα. Ο Άσιμος των Εξαρχείων, ο στιχουργός, ο τραγουδοποιός, ο φιλόσοφος, ο φευγάτος, ο αλλαφροϊσκιωτος, που πότε μας έκανε να γελάμε, πότε μας προβλημάτιζε, πολλές φορές πυροδοτούσε τις συζητήσεις μας και ίσως κάποιες φορές και να μας φόβιζε. Όχι βέβαια με την παρουσία του, αλλά με την αλήθεια που διακρίναμε πίσω από τα αλλοπαρμένα λόγια του. Ένα αερικό που ψυχανεμίζονταν την αηδία αυτού του κόσμου και τελικά πέθανε, όπως πέθανε, μάλλον από αηδία.Το φάντασμα των Εξαρχείων είπαν για το Άσιμο, ο Πρίγκηπας των Εξαρχείων είπαν για τον Σιδηρόπουλο, κάπου έχω διαβάσει για το Μαγιακόφσκι της Πλατείας των Εξαρχείων, πως είπαν για την Κατερίνα Γώγου. Εγώ θα πω, χρησιμοποιώντας τους στίχους του Καρυωτάκη ότι "Σύμβολα εμείνανε καιρών, που απάνω μας βαραίνουν, άλυτοι γρίφοι που μιλούν, μονάχα στον εαυτό τους".
Τα Εξάρχεια και τα σύμβολά τους λοιπόν, η γειτονιά των ασυμβίβαστων, αλλά και των δικών μας νεανικών χρόνων. Η γειτονιά των ιδεολογικών συγκρούσεων, των πνευματικών αναζητήσεων, των προσωπικών μας νεανικών φαντασιώσεων, της ελεύθερης διακίνησης των απόψεων, των ζυμώσεων, του έρωτα και της επανάστασης. Όλα μαζί και όλοι μαζί εκεί, σ΄ ένα πολύχρωμο καναβάτσο. Οι Κνίτες, οι ορθόδοξοι μαρξιστές, οι Ρηγάδες, οι τροτσκιστές, οι αριστεριστές, οι αναρχικοί, οι ........, οι........ακόμα κι αυτοί οι πρώιμοι Πασπίτες Σοσιαλιστές. Αυτοί που στα τέλη της δεκαετίας του 70 και μέχρι αρχές του 80, έψαχναν ακόμα για τον τρίτο δρόμο προς το σοσιαλισμό που τους έταξε ο Ανδρέας και που είχαν ακόμα "κούτελο" να αναμετρώνται "τρία κλικ αριστερά". Και ξαφνικά η σιωπή, το δέος, όταν αθόρυβα και διακριτικά, βάραινε πάνω μας η εμβληματική φιγούρα του Λεωνίδα Κύρκου.Όλοι μαζί λοιπόν, μπορούσαν να συνυπάρχουν, σ΄αυτό το περιβόλι των Εξαρχείων και οι Ροκάδες και οι ρεμπέτες. Ο Γκολές, ο Στέλιος Βαμβακάρης και κάτω απ΄το Λυκαβητό, ο γνωστός σήμερα Μπάμπης Τσέρτος, που κάποιοι σταθήκαμε τυχεροί και "φίλο στο φίλο", "σπίτι σε σπίτι", τον ακούσαμε χωρίς μικρόφωνα, σ΄εκείνα τα αξέχαστα γλέντια, που στήνονταν στο "πιτς-φυτίλι".Χωρίς συνεννόηση, χωρίς ραντεβού (ούτε σταθερό δεν μας χρειαζόταν τότε, πόσο μάλλον το κινητό τηλέφωνο). Δεν χρειαζόταν, πεταγόσουν για τσιγάρα, για κάποιες σημειώσεις, κι ούτε ήξερες που θα ξημερωθείς, με χορό και τραγούδι, με μια κιθάρα, 10-20 άτομα, σε μιά κουτσουλιά δωμάτιο, με μόνη διακόσμηση βέβαια, την αφίσα του Τσε.Θεέ μου, η μηχανή του χρόνου, αρνείται να με γυρίσει στο σήμερα. Περπατάω στο δρόμο με τις μουριές, ονειρεύομαι κάτω από το στοιχειωμένο σπίτι του Λαπαθιώτη,(άραγε υπάρχει ακόμα;), μυρίζω αγιόκλημα και γιασεμί στο VOX, καρδιοχτυπώ- ερωτεύομαι στο λόφο του Στρέφη, πίνω καφέ στο Μουσείο, γελάω ξεγνοιαστά μ΄ ένα πιτόγυρο στο χέρι, απ΄ του Κάβουρα και τρικλίζοντας παλεύω να βγω απ΄την υπόγα του Καϊξή, να κατέβω τα ξύλινα σκαλιά του Ταξιμιού.
Φυσικά τα Εξάρχεια δεν ήταν μόνο αυτά. Ήταν και το περιθώριο, ήταν και ναρκωτικά, απ΄ την αντίπερα όχθη. Σύμπαντα παράλληλα, που ευτυχώς για μας, δεν τέμνονταν ποτέ. Απλά αυτή η θρυλική πλατεία των Εξαρχείων, μας χώραγε όλους. Κι αυτούς και τους άλλους κι εμάς.Εμάς που ατέλειωτα βράδια, μας αφύπνιζε ο Μάρξ, μας συντρόφευε ο Μπρεχτ , μας μπέρδευε ο Νίτσε, ο Καστοριάδης, που ψάχναμε τη δική μας κοσμοθεωρία, Στην Ασκητική του Καζαντζάκη. Μέσα στην αυλή του κυρ- Βασίλη στη Μαυρομιχάλη, στο "Μοναστήρι", που με τα φοιτητικά κουπόνια, χορταίναμε και την βιολογική μας πείνα, τουλάχιστον τις 4-5 πρώτες μέρες του μήνα. Η άλλη πείνα της ψυχής, αχόρταγη πάντα. Και βέβαια ως μικροαστικά παιδιά πάντα και φοβισμένα χωριατόπουλα, ξεδιψούσαμε την επαναστατικότητά μας, παρακολουθώντας από μικρή απόσταση τα δρώμενα στις λογιών καταλήψεις, όπως αυτή τη θρυλική του Χημείου, περιμένοντας πότε θα ξεχαρμανιάσουν τα ΜΑΤ, κυνηγώντας κι εμάς τους απ΄έξω, έτσι για να παίξουμε κι εμείς για λίγο το " κλέφτες κι αστυνόμοι". Και μέσα σ΄ όλα αυτά ασθμαίνοντας τρέχαμε να προλάβουμε και το Διοικητικό του Πάκη (από τότε μεγάλο "αγγούρι" ο τύπος ) στη Σόλωνος, τη Γλωσσολογία του Μπαμπινιώτη στην Ιπποκράτους, τα υδρογόνα και τους άνθρακες στη Ναυαρίνου, τη μικρο & μακροοικονομία στην Α.Σ.Ο.Ε., τη Μηχανική στο Μετσόβειο .............
Λες και ήταν χθες. Και προς τα τέλη του 80 , οι δικαιολογίες(πτυχίο- ξένη γλώσσα- ψιλοδουλειές)εξαντλήθηκαν, ένας- ένας, κάθε κατεργάρης στον πάγκο του (τόπο του). Λες και ήταν χθες, που νανουριστήκαμε με το μύθο της γενιάς του Πολυτεχνείου, αποκοιμηθήκαμε μετά καλά και ξυπνήσαμε σήμερα, αν ξυπνήσαμε, χωρίς να καταλάβουμε πως πέρασε από πάνω μας η δεκαετία του 90, που μας πήγε εκσυγχρονιστικά, με το Σημίτη αρχηγό και καβαντζάραμε και το τέλος του 2000, με τον καταλληλότερο το δεξιό. Παρακολουθώντας τα κότερα, τις βίλες, τα σουξέ του Σάκη, τα πολυτελή Ι.Χ., τις πιστωτικές κάρτες, το βρώμικο χρήμα να αλλάζει χέρια (δεξιά- κεντρώα- αριστερά) κάτω απ΄το τραπέζι, πάνω απ΄το τραπέζι, πάνω απ΄ τα κεφάλια μας, απροκάλυπτα, ξετσίπωτα.Κι ήρθε προχθές "η μηχανή του Χρόνου", να μου θυμίσει με τη γειτονιά των Εξαρχείων, να κάνω τον απολογισμό μου, και δικαστήριο με τον εαυτό μου. 'Εκανα συμβιβασμούς, προσωπικούς-επαγγελματικούς-κοινωνικούς, μικρούς-μεγάλους, αλλά ευτυχώς τα χέρια μου είναι καθαρά, ευτυχώς το ψωμί μου δεν το χρωστάω σε καμιά κατουρημένη ποδιά, και θέλω να πιστεύω ότι χάρη σ΄εκείνα τα χρόνια της νιότης στα Εξάρχεια, που ασυνείδητα μας διαμόρφωναν, μπορώ "να κρατώ το μυαλό μου ακοίμητο, λαγαρό, ανήλεο" κι " αν την ζωή μου δεν μπόρεσα να την κάνω όπως ήθελα, προσπάθησα όμως όσο μπορώ να μην την εξευτελίζω". -

Υστ. 1 - " Τα Εξάρχεια είναι παντού, είναι κίνημα λαού"
Υστ. 2- Αφιερωμένο στον Κιτσάρα, που απ΄ ότι καταλαβαίνω, είναι νεώτερης φουρνιάς, αλλά παλιάς καλής κοπής.
Υστ. 3- Αφιερωμένο στους παλιούς φίλους, που κάποιες φορές ένιωθα, ότι το σπίτι μου, τελεί υπό κατάληψη.

Δεν ξέρω ποιός είναι ο δημιουργός του παραπάνω κειμένου, τί ηλικία έχει ( σίγουρα φαίνεται να είναι της γενιάς του μπαμπά μου αν κρίνω από αυτά που γράφει )..Το μόνο σίγουρο είναι οτι διαβάζοντας το κείμενό του ένιωσα μέσα μου ένα συναίσθημα όμορφο και ζεστό, ίσως και μια περίεργη μελαγχολία, και θέλησα να το μοιραστώ μαζί σας...